συοπλουτοσύνη

συοπλουτοσύνη
σῠο-πλουτοσύνη, [dialect] Dor. [suff] σῠό-νᾱ, ,
A swine-wealth, Cerc.4.14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συοπλουτοσύνη — και δωρ. τ. συοπλουτοσύνα, ἡ, Α αφθονία χοίρων ή πλούτος που προέρχεται από την εκτροφή χοίρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + πλοῦτος + κατάλ. σύνη*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”